ΑΠΟΔΟΜΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ γράφει ο Στέλιος Μοίρας Κοινωνικός Λειτουργός
Αποδομώντας την Κοινωνική Εργασία
γράφει ο Στέλιος Μοίρας
Κοινωνικός Λειτουργός
Υπάρχουν πολύ συγκεκριμένα στοιχεία και επιλογές που επιτρέπουν σε κάποιον να εξετάσει μια κατάσταση πέραν του προφανούς αν το θελήσει. Σε μια περίοδο όπου η αντίδραση και ο θυμός του συνόλου των πολιτών στρέφεται στη διεκδίκηση (ή έστω στην φαντασίωση αυτής) βασικών δικαιωμάτων όπως η εργασία, η τροφή, εν ολίγοις στην επιβίωση, βρισκόμαστε μπροστά στον κίνδυνο να αποσιωπηθούν ή έστω να εκληφθούν ως δευτερεύοντα, σημαντικά γεγονότα που καθορίζουν μακροπρόθεσμα μια κοινωνική συνθήκη. Για την Ψυχική Υγεία στο σύνολο της έχουν ειπωθεί και πραχθεί ελάχιστα σε σχέση με το ρόλο που αυτή παίζει, με σκοπό να ακουμπήσουν τους άμεσα ενδιαφερόμενους, δηλαδή τους πολίτες.
Τους εξυπηρετούμενους.
Διανύοντας την δεύτερη συνεχόμενη χρονιά όπου δομές και φορείς κινδυνεύουν με κλείσιμο, βρισκόμαστε ακόμη μπροστά στην αυταπόδεικτη διάθεση μιας κυβέρνησης και ενός Υπουργείου να αποδομήσει βασικά ένα σύνολο όχι υπηρεσιών αλλά Ανθρώπων. Παρατηρώντας κάποιος τις εξελίξεις μπορεί άνετα να βρει τις ίδιες εκείνες μεθόδους που εφαρμόζονται με σκοπό την δαιμονοποίηση και την ακύρωση ενός κλάδου: ξαφνικά εμφανίζονται φορείς που δεν έχουν άδεια λειτουργίας, δομές που επιχορηγούνταν με τεράστια ποσά και μισθούς, φορείς με κρυφά λογιστικά, ΜΚΟ που ευθύνονται για την κατάσταση στη Ψυχική Υγεία. Ταυτόχρονα η δίωξη του 18ΑΝΩ φάνηκε κι αυτή να έρχεται σε μια στιγμή εκκαθάρισης του Υπουργείου από ότι μέχρι τώρα κατέστη με τον τρόπο του ενοχλητικό. Με αυτό τον τρόπο επιτυγχάνεται μια πολύ καλά οργανωμένη αντίφαση που μπερδεύει τον θεατή των εξελίξεων (τον πολίτη). Το υπουργείο παραδέχεται την ανικανότητα του και ταυτόχρονα περνάει στο άλλο επίπεδο, της ισοπέδωσης και της κάθετης τομής με τρόπο διαστροφικά «Μεσσιανικό». Σε μια προσπάθεια απόλυτης εκλογίκευσης θα μπορούσαμε να εντάξουμε αυτές τις «δράσεις» στην κοινή μέθοδο που χρησιμοποιεί ένα κράτος σε κάθε συνθήκη οικονομικής κρίσης, αυτή της μείωσης κονδυλίων και παροχών σε Υγεία και Παιδεία. Θα μπορούσαμε να σταθούμε εκεί αν και μόνο διαλέγαμε τη συνήθεια που έχουμε σε αυτή τη χώρα να δεχόμαστε με κυνισμό την προχειρότητα. Την αναίδεια. Αλλά δεν είναι έτσι.
Όποιος κοιτάξει πιο κοντά ότι συμβαίνει, επιτρέποντας στον εαυτό του να δει πέραν των δικών του ατομικών ζητημάτων στο εδώ και τώρα, θα βρει ενδείξεις για κάτι που συντελείται οργανωμένα από πλευράς κυβερνήσεως σε πολλά αλληλοσυνδεόμενα επίπεδα που φέρουν μακροπρόθεσμες συνέπειες.
Μία από αυτές είναι η προσπάθεια κατάργησης ενός από τα τρία συνολικά Τμήματα Κοινωνικής Εργασίας στη χώρα, αυτό της Πάτρας.
Η συγκεκριμένη πράξη που προωθείται μέσα από το πρόγραμμα «ΑΘΗΝΑ» (άλλη μία Οργουελικής εμπνεύσεως ονομασία μετά το «ΞΕΝΙΟΣ ΖΕΥΣ!») δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπάγεται μόνο σε μια καθαρά οικονομική συγχώνευση με σκοπό την σμίκρυνση του Δημοσίου. Είναι ξεκάθαρα μια πράξη αποδυνάμωσης και αποδόμησης ενός ανθρωπιστικού επαγγέλματος και μάλιστα ιστορικού και πολυστρωματικού. Το πιο σημαντικό όμως στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι να αντιδράσουν και να ενεργοποιηθούν οι άμεσα ενδιαφερόμενοι(φοιτητές/τριες και επαγγελματίες) αλλά οι εν δυνάμει και εν ενεργεία ενδιαφερόμενοι, δηλαδή οι ίδιοι οι πολίτες οι οποίοι δύσκολα μπορούν μέσα από την παραπληροφόρηση, τον πανικό και την λειτουργική ημιμάθεια να κρίνουν πόσο πυρηνικής σημασίας είναι η κατάργηση αυτού του επαγγέλματος. Παράλληλα αυτή η απόφαση αποτελεί άλλο ένα μέτρο μείωσης των δυνατοτήτων ενός επαγγέλματος που μέχρι σήμερα παλεύει να κρατήσει μέσα από εμπόδια τη θέση και την αξία του στον επιστημονικό χώρο.
Με την ιστορία να επαναφέρει για άλλη μια φορά την αρνητική της επανάληψη σε ότι αφορά τους αγώνες και τις στερήσεις των χαμηλότερων τάξεων, δύσκολα θα μπορούσαμε να αποφύγουμε την αναφορά στο ρόλο των Κοινωνικών Λειτουργών στην στήριξη και την εργασία με Άτομα, Οικογένειες και Κοινότητα. Από τα τέλη του 20ου αιώνα μέχρι και σήμερα το έργο τους είναι συνυφασμένο με διεκδικήσεις και αγώνες(κυρίως σε πρακτικό-επιστημονικό επίπεδο) ευπαθών ομάδων και την απαγκίστρωση αυτών από την φιλανθρωπικού-μεγαλοαστικού τύπου πρωτοβουλία. Οι σχολές Κοινωνικής Εργασίας στην Αμερική κατά τη διάρκεια της ύφεσης ήταν από τις πρώτες που ενδιαφέρθηκαν για τις θεωρίες της ψυχανάλυσης επιλέγοντας να επεκταθεί η άσκηση τους πέραν της προνοιακής οπτικής ενώ μέσα στον 21ο αιώνα η πρακτική της Κοινωνικής Εργασίας συνδέθηκε με τη συστηματική κοινοτική οργάνωση και τον προσανατολισμό κοινοτήτων μέσω της κριτικής συνειδητοποίησης του Paulo Freire.
Για τα σημερινά δεδομένα όπως και για την πορεία της Κοινωνικής Εργασίας πολλά μπορούν να ειπωθούν σχετικά με τους τρόπους που η ίδια -αλλά και μέσω άλλων- περιορίστηκε σε συγκεκριμένου τύπου παρεμβάσεις και θεωρίες, με τις σχολές επίσης να φέρουν μεγάλη ευθύνη για τη «στενότητα» του γνωστικού αντικειμένου και τη συσχέτιση του με δομολειτουργικές θεωρίες, παρόλα αυτά δεν πρέπει να ξεχνάμε το βεληνεκές των υπηρεσιών που παρέχουν επαγγελματίες και φοιτητές Κοινωνικής Εργασίας με κύριο γνώμονα πάντα την άμεση πρακτική άσκηση και την πολυεπίπεδη παρέμβαση στην εξυπηρέτηση ατόμων και ομάδων με δυσκολίες.
Τα τελευταία χρόνια βλέπουμε συνεχώς να υιοθετούνται κρατικές και επιστημονικές στάσεις απέναντι στο επάγγελμα της Κοινωνικής Εργασίας που συντείνουν σταδιακά στην αποδυνάμωση της, πριν έρθει τώρα το Κράτος πάλι να την αποδομήσει. Συγκεκριμένα παρατηρούνται συνεχόμενες προσπάθειες αποκλεισμού των Κοινωνικών Λειτουργών από δραστηριότητες ψυχικής υγείας όπως η συμβουλευτική οικογένειας και η θεραπεία ή η παρεμπόδιση και δίωξη κοινωνικών λειτουργών να παρέχουν υπηρεσίες ως ελεύθεροι επαγγελματίες ιδιωτικά (πηγή: ΣΚΛΕ-Υπόμνημα για το κύρος της Κοινωνικής Εργασίας και τη συνδρομή της στη Ψυχική Υγεία).
Με βάση τα παραπάνω βλέπουμε μια προσπάθεια να υποβαθμιστεί το συγκεκριμένο αντικείμενο όχι μόνο επαγγελματικά αλλά και εκπαιδευτικά πλέον με την πρόθεση κατάργησης του Τμήματος ή της συγχώνευσης αυτού με κλάδους εντελώς διαφορετικού αντικειμένου από αυτό(βλ. Επισκέπτες Υγείας).
Είναι σημαντικό να τονίσουμε πώς ως σχολή Τεχνολογικής Εκπαίδευσης οι σπουδαστές εισάγονται από τα πρώτα κιόλας εξάμηνα σε εργαστηριακές και πρακτικές ασκήσεις που διαρκούν 6 μήνες, καθιστώντας τον εαυτό τους προσαρμοσμένα μέλη ομάδων που πολλές φορές συμμετέχουν ζωτικά σε δραστηριότητες και προγράμματα σε σχέση με άλλες ειδικότητες, έχοντας πρακτική και θεωρητική εποπτεία.
Η αποδόμηση της Κοινωνικής Εργασίας αποτελεί μέρος της αποδόμησης της ίδιας της ψυχικής υγείας αφήνοντας σημαντικά ποσοστά εξυπηρετούμενων αποκλεισμένα από στήριξη σε πολλά επίπεδα, επιτρέποντας μελλοντικά την απάλειψη συγκεκριμένων παροχών σε ασθενείς αφού αν ισχύσει η απόφαση ο αριθμός των κοινωνικών λειτουργών θα μειωθεί αισθητά.
Οι εργαζόμενοι στο κλάδο της ψυχικής υγείας δεδομένης της γενικότερης συνθήκης οφείλουν(αυτή τη στιγμή και πέραν των δυνάμεων τους δυστυχώς) να σταθούν σε αυτήν τη στρατηγική, αντιδρώντας και φροντίζοντας να ευαισθητοποιήσουν φορείς για την συγκεκριμένη πρόταση ενώ και οι φοιτητές πρέπει να αντιληφθούν πώς δεν πρόκειται για έναν επαγγελματικό αποκλεισμό μόνο αλλά για την υποβάθμιση της ίδιας της ψυχικής υγείας, κατανοώντας το μελλοντικό τους ρόλο και την ευθύνη που φέρουν. Η συμμετοχή τους πρέπει να ενεργοποιηθεί πέραν των στενών εκπαιδευτικών πλαισίων μέσω μικροκομματικών αντιπροσώπων και να συμπράξουν στις κινητοποιήσεις για τη ψυχική υγεία.
Εξάλλου δεν πρέπει να ξεχνάμε πώς ακόμη και σήμερα η Κοινωνική Εργασία φέρει (θεωρητικά) το «δίλημμα» αν είναι επάγγελμα ή λειτούργημα. Κι αυτό από μόνο του λέει πολλά.
γράφει ο Στέλιος Μοίρας
Κοινωνικός Λειτουργός
Υπάρχουν πολύ συγκεκριμένα στοιχεία και επιλογές που επιτρέπουν σε κάποιον να εξετάσει μια κατάσταση πέραν του προφανούς αν το θελήσει. Σε μια περίοδο όπου η αντίδραση και ο θυμός του συνόλου των πολιτών στρέφεται στη διεκδίκηση (ή έστω στην φαντασίωση αυτής) βασικών δικαιωμάτων όπως η εργασία, η τροφή, εν ολίγοις στην επιβίωση, βρισκόμαστε μπροστά στον κίνδυνο να αποσιωπηθούν ή έστω να εκληφθούν ως δευτερεύοντα, σημαντικά γεγονότα που καθορίζουν μακροπρόθεσμα μια κοινωνική συνθήκη. Για την Ψυχική Υγεία στο σύνολο της έχουν ειπωθεί και πραχθεί ελάχιστα σε σχέση με το ρόλο που αυτή παίζει, με σκοπό να ακουμπήσουν τους άμεσα ενδιαφερόμενους, δηλαδή τους πολίτες.
Τους εξυπηρετούμενους.
Διανύοντας την δεύτερη συνεχόμενη χρονιά όπου δομές και φορείς κινδυνεύουν με κλείσιμο, βρισκόμαστε ακόμη μπροστά στην αυταπόδεικτη διάθεση μιας κυβέρνησης και ενός Υπουργείου να αποδομήσει βασικά ένα σύνολο όχι υπηρεσιών αλλά Ανθρώπων. Παρατηρώντας κάποιος τις εξελίξεις μπορεί άνετα να βρει τις ίδιες εκείνες μεθόδους που εφαρμόζονται με σκοπό την δαιμονοποίηση και την ακύρωση ενός κλάδου: ξαφνικά εμφανίζονται φορείς που δεν έχουν άδεια λειτουργίας, δομές που επιχορηγούνταν με τεράστια ποσά και μισθούς, φορείς με κρυφά λογιστικά, ΜΚΟ που ευθύνονται για την κατάσταση στη Ψυχική Υγεία. Ταυτόχρονα η δίωξη του 18ΑΝΩ φάνηκε κι αυτή να έρχεται σε μια στιγμή εκκαθάρισης του Υπουργείου από ότι μέχρι τώρα κατέστη με τον τρόπο του ενοχλητικό. Με αυτό τον τρόπο επιτυγχάνεται μια πολύ καλά οργανωμένη αντίφαση που μπερδεύει τον θεατή των εξελίξεων (τον πολίτη). Το υπουργείο παραδέχεται την ανικανότητα του και ταυτόχρονα περνάει στο άλλο επίπεδο, της ισοπέδωσης και της κάθετης τομής με τρόπο διαστροφικά «Μεσσιανικό». Σε μια προσπάθεια απόλυτης εκλογίκευσης θα μπορούσαμε να εντάξουμε αυτές τις «δράσεις» στην κοινή μέθοδο που χρησιμοποιεί ένα κράτος σε κάθε συνθήκη οικονομικής κρίσης, αυτή της μείωσης κονδυλίων και παροχών σε Υγεία και Παιδεία. Θα μπορούσαμε να σταθούμε εκεί αν και μόνο διαλέγαμε τη συνήθεια που έχουμε σε αυτή τη χώρα να δεχόμαστε με κυνισμό την προχειρότητα. Την αναίδεια. Αλλά δεν είναι έτσι.
Όποιος κοιτάξει πιο κοντά ότι συμβαίνει, επιτρέποντας στον εαυτό του να δει πέραν των δικών του ατομικών ζητημάτων στο εδώ και τώρα, θα βρει ενδείξεις για κάτι που συντελείται οργανωμένα από πλευράς κυβερνήσεως σε πολλά αλληλοσυνδεόμενα επίπεδα που φέρουν μακροπρόθεσμες συνέπειες.
Μία από αυτές είναι η προσπάθεια κατάργησης ενός από τα τρία συνολικά Τμήματα Κοινωνικής Εργασίας στη χώρα, αυτό της Πάτρας.
Η συγκεκριμένη πράξη που προωθείται μέσα από το πρόγραμμα «ΑΘΗΝΑ» (άλλη μία Οργουελικής εμπνεύσεως ονομασία μετά το «ΞΕΝΙΟΣ ΖΕΥΣ!») δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπάγεται μόνο σε μια καθαρά οικονομική συγχώνευση με σκοπό την σμίκρυνση του Δημοσίου. Είναι ξεκάθαρα μια πράξη αποδυνάμωσης και αποδόμησης ενός ανθρωπιστικού επαγγέλματος και μάλιστα ιστορικού και πολυστρωματικού. Το πιο σημαντικό όμως στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι να αντιδράσουν και να ενεργοποιηθούν οι άμεσα ενδιαφερόμενοι(φοιτητές/τριες και επαγγελματίες) αλλά οι εν δυνάμει και εν ενεργεία ενδιαφερόμενοι, δηλαδή οι ίδιοι οι πολίτες οι οποίοι δύσκολα μπορούν μέσα από την παραπληροφόρηση, τον πανικό και την λειτουργική ημιμάθεια να κρίνουν πόσο πυρηνικής σημασίας είναι η κατάργηση αυτού του επαγγέλματος. Παράλληλα αυτή η απόφαση αποτελεί άλλο ένα μέτρο μείωσης των δυνατοτήτων ενός επαγγέλματος που μέχρι σήμερα παλεύει να κρατήσει μέσα από εμπόδια τη θέση και την αξία του στον επιστημονικό χώρο.
Με την ιστορία να επαναφέρει για άλλη μια φορά την αρνητική της επανάληψη σε ότι αφορά τους αγώνες και τις στερήσεις των χαμηλότερων τάξεων, δύσκολα θα μπορούσαμε να αποφύγουμε την αναφορά στο ρόλο των Κοινωνικών Λειτουργών στην στήριξη και την εργασία με Άτομα, Οικογένειες και Κοινότητα. Από τα τέλη του 20ου αιώνα μέχρι και σήμερα το έργο τους είναι συνυφασμένο με διεκδικήσεις και αγώνες(κυρίως σε πρακτικό-επιστημονικό επίπεδο) ευπαθών ομάδων και την απαγκίστρωση αυτών από την φιλανθρωπικού-μεγαλοαστικού τύπου πρωτοβουλία. Οι σχολές Κοινωνικής Εργασίας στην Αμερική κατά τη διάρκεια της ύφεσης ήταν από τις πρώτες που ενδιαφέρθηκαν για τις θεωρίες της ψυχανάλυσης επιλέγοντας να επεκταθεί η άσκηση τους πέραν της προνοιακής οπτικής ενώ μέσα στον 21ο αιώνα η πρακτική της Κοινωνικής Εργασίας συνδέθηκε με τη συστηματική κοινοτική οργάνωση και τον προσανατολισμό κοινοτήτων μέσω της κριτικής συνειδητοποίησης του Paulo Freire.
Για τα σημερινά δεδομένα όπως και για την πορεία της Κοινωνικής Εργασίας πολλά μπορούν να ειπωθούν σχετικά με τους τρόπους που η ίδια -αλλά και μέσω άλλων- περιορίστηκε σε συγκεκριμένου τύπου παρεμβάσεις και θεωρίες, με τις σχολές επίσης να φέρουν μεγάλη ευθύνη για τη «στενότητα» του γνωστικού αντικειμένου και τη συσχέτιση του με δομολειτουργικές θεωρίες, παρόλα αυτά δεν πρέπει να ξεχνάμε το βεληνεκές των υπηρεσιών που παρέχουν επαγγελματίες και φοιτητές Κοινωνικής Εργασίας με κύριο γνώμονα πάντα την άμεση πρακτική άσκηση και την πολυεπίπεδη παρέμβαση στην εξυπηρέτηση ατόμων και ομάδων με δυσκολίες.
Τα τελευταία χρόνια βλέπουμε συνεχώς να υιοθετούνται κρατικές και επιστημονικές στάσεις απέναντι στο επάγγελμα της Κοινωνικής Εργασίας που συντείνουν σταδιακά στην αποδυνάμωση της, πριν έρθει τώρα το Κράτος πάλι να την αποδομήσει. Συγκεκριμένα παρατηρούνται συνεχόμενες προσπάθειες αποκλεισμού των Κοινωνικών Λειτουργών από δραστηριότητες ψυχικής υγείας όπως η συμβουλευτική οικογένειας και η θεραπεία ή η παρεμπόδιση και δίωξη κοινωνικών λειτουργών να παρέχουν υπηρεσίες ως ελεύθεροι επαγγελματίες ιδιωτικά (πηγή: ΣΚΛΕ-Υπόμνημα για το κύρος της Κοινωνικής Εργασίας και τη συνδρομή της στη Ψυχική Υγεία).
Με βάση τα παραπάνω βλέπουμε μια προσπάθεια να υποβαθμιστεί το συγκεκριμένο αντικείμενο όχι μόνο επαγγελματικά αλλά και εκπαιδευτικά πλέον με την πρόθεση κατάργησης του Τμήματος ή της συγχώνευσης αυτού με κλάδους εντελώς διαφορετικού αντικειμένου από αυτό(βλ. Επισκέπτες Υγείας).
Είναι σημαντικό να τονίσουμε πώς ως σχολή Τεχνολογικής Εκπαίδευσης οι σπουδαστές εισάγονται από τα πρώτα κιόλας εξάμηνα σε εργαστηριακές και πρακτικές ασκήσεις που διαρκούν 6 μήνες, καθιστώντας τον εαυτό τους προσαρμοσμένα μέλη ομάδων που πολλές φορές συμμετέχουν ζωτικά σε δραστηριότητες και προγράμματα σε σχέση με άλλες ειδικότητες, έχοντας πρακτική και θεωρητική εποπτεία.
Η αποδόμηση της Κοινωνικής Εργασίας αποτελεί μέρος της αποδόμησης της ίδιας της ψυχικής υγείας αφήνοντας σημαντικά ποσοστά εξυπηρετούμενων αποκλεισμένα από στήριξη σε πολλά επίπεδα, επιτρέποντας μελλοντικά την απάλειψη συγκεκριμένων παροχών σε ασθενείς αφού αν ισχύσει η απόφαση ο αριθμός των κοινωνικών λειτουργών θα μειωθεί αισθητά.
Οι εργαζόμενοι στο κλάδο της ψυχικής υγείας δεδομένης της γενικότερης συνθήκης οφείλουν(αυτή τη στιγμή και πέραν των δυνάμεων τους δυστυχώς) να σταθούν σε αυτήν τη στρατηγική, αντιδρώντας και φροντίζοντας να ευαισθητοποιήσουν φορείς για την συγκεκριμένη πρόταση ενώ και οι φοιτητές πρέπει να αντιληφθούν πώς δεν πρόκειται για έναν επαγγελματικό αποκλεισμό μόνο αλλά για την υποβάθμιση της ίδιας της ψυχικής υγείας, κατανοώντας το μελλοντικό τους ρόλο και την ευθύνη που φέρουν. Η συμμετοχή τους πρέπει να ενεργοποιηθεί πέραν των στενών εκπαιδευτικών πλαισίων μέσω μικροκομματικών αντιπροσώπων και να συμπράξουν στις κινητοποιήσεις για τη ψυχική υγεία.
Εξάλλου δεν πρέπει να ξεχνάμε πώς ακόμη και σήμερα η Κοινωνική Εργασία φέρει (θεωρητικά) το «δίλημμα» αν είναι επάγγελμα ή λειτούργημα. Κι αυτό από μόνο του λέει πολλά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου